Πρόκειται για ένα συνδυασμό δύο φυσικώς απαντώμενων πεπτιδίων του ΤΑΤ, ενός πεπτιδικού φορέα για το CARMIL1, ενός πεπτιδίου που αναστέλλει ενδοκυτταρικά την παραγωγή μιας προ-φλεγμονώδους κυτταροκίνης που ονομάζεται ιντερλευκίνη 1 (IL-1). Μαζί, τα δύο πεπτίδια μπορούν να διαπεράσουν τις κυτταρικές μεμβράνες και να μειώσουν την οξεία φλεγμονώδη απόκριση. Στην ex vivo μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό Cell Reports, το πεπτίδιο μείωσε την αποδόμηση του κολλαγόνου έως και 43%. Εάν χορηγηθεί αρκετά νωρίς, οι ερευνητές πιστεύουν ότι το πεπτίδιο θα μπορούσε να αναστείλει μερικές από τις χειρότερες βλάβες που προκαλούνται από οξείες φλεγμονώδεις αντιδράσεις.
Υπάρχουν πολλοί ερευνητές που ασχολούνται με αυτές τι πρωτεΐνες και την αντιφλεγμονώδη δράση τους, αλλά αυτή η μελέτη δίνει την πρώτη ένδειξη για το πώς αυτές οι πρωτεΐνες CARMIL εμπλέκονται με αυτό το μονοπάτι της φλεγμονής. Η ερευνητική ομάδα έδειξε επίσης ότι το πεπτίδιο TAT CARMIL1 είναι μοναδικό, επειδή ακολουθεί ένα ιδιαίτερα ειδικό τρόπο εισόδου στα κύτταρα: για να εισέλθει σε ένα κύτταρο, το φάρμακο στοχεύει δύο υποδοχείς της κυτταρικής επιφάνειας και προσκολλάται τόσο στην επιφάνεια του κυττάρου όσο και στο σημείο της επιφάνειας όπου το κύτταρο προσκολλάται σε άλλα κύτταρα (δηλαδή στο υπόστρωμα του κυττάρου που αναστέλλει). Η ανάγκη για τους δύο υποδοχείς ώστε να λειτουργήσει παρέχει στο μόριο αυτό λοιπόν ένα ασυνήθιστο επίπεδο εξειδίκευσης.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η ασυνήθιστη φύση αυτού του μονοπατιού μπορεί να περιορίσει τις παρενέργειές και θα μπορούσε να κάνει το πεπτίδιο ένα ισχυρό υποψήφιο για πιθανό φάρμακο. Η ομάδα σκοπεύει τώρα να δοκιμάσει το πεπτίδιο σε in vitro μοντέλα. Οι συγγραφείς της μελέτης προτείνουν επίσης ότι αυτό το πεπτίδιο θα μπορούσε να συνδυαστεί με άλλα φάρμακα, όπως αυτά για τον καρκίνο ή την αρθρίτιδα, και να καταστεί χρήσιμο ενάντια σε μια ποικιλία τύπων φλεγμονής στο μέλλον. Βέβαια χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά, καθώς αυτή η μελέτη έδειξε ότι το πεπτίδιο είναι πιο αποτελεσματικό όταν εφαρμόζεται ως πρώιμη παρέμβαση, το οποίο, όμως στην κλινική πράξη δεν είναι εύκολα εφικτό.